συνέλαβα
Смотреть что такое "συνέλαβα" в других словарях:
καλοπιάνω — (Μ καλοπιάνω) 1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τόν πιάνω με το καλό 2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον νεοελλ. 1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά 2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν τό καλόπιασα αυτό που… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — συλλαμβάνω, συνέλαβα βλ. πίν. 165 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)